- υποκίνηση
- ηπαρακίνηση, παρόρμηση: Η υποκίνηση του πραξικοπήματος έγινε από ξένη χώρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποκίνηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκινώ, παρακίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκινώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποκίνησις, μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] … Dictionary of Greek
ὑποκινήσῃ — ὑποκινέω move softly aor subj mid 2nd sg ὑποκινέω move softly aor subj act 3rd sg ὑποκινέω move softly fut ind mid 2nd sg ὑ̱ποκινήσῃ , ὑποκινέω move softly futperf ind mp 2nd sg ὑ̱ποκινήσῃ , ὑποκινέω move softly futperf ind mid 2nd sg ὑποκῑνήσῃ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιουλία — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Άγκυρα με πνιγμό σε λίμνη μαζί με τις Αλεξάνδρα, Ευφρασία, Θεοδότη, Κλαυδία, Ματρώνα, Τεκούσα και Φαεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής… … Dictionary of Greek
Hypokinese — Die Bewegungsstörung in Form der Hypokinese oder auch Hypokinesie (griechisch υποκίνηση, ipokínisi, „das Weniger Bewegen“, von υπο , ipo , „weniger“, „unter“ und κίνηση, kínisi, „die Bewegung“) hat mehrere medizinische Bedeutungen: Hypokinese als … Deutsch Wikipedia
Hypokinesie — Die Bewegungsstörung in Form der Hypokinese oder auch Hypokinesie (griechisch υποκίνηση, ipokínisi, „das Weniger Bewegen“, von υπο , ipo , „weniger“, „unter“ und κίνηση, kínisi, „die Bewegung“) hat mehrere medizinische Bedeutungen: Als… … Deutsch Wikipedia
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
κανονάρχισμα — και κανονάρχημα, το [κανοναρχίζω] 1. το έργο τού κανονάρχη, η υπαγόρευση τών ψαλλόμενων κανόνων, δηλ. εκκλησιαστικών ύμνων, στον ψάλτη 2. μτφ. υπαγόρευση, εισήγηση, υποκίνηση, υποβολή … Dictionary of Greek
νευρόσπασμα — το (ΑΜ νευρόσπασμα) αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο νεοελλ. 1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως 2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ.… … Dictionary of Greek
νευρόσπαστος — η, ο (Α νευρόσπαστος, ον) το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν) ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. (μτφ). άνθρωπος που δεν… … Dictionary of Greek